- συννήχομαι
- ΜΑκολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ' ἡμέραν», Πλούτ.β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νήχομαι «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συννηχόμεθα — συννήχομαι swim pres ind mp 1st pl συννήχομαι swim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνενηχόμην — συννήχομαι swim imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνενήχετο — συννήχομαι swim imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννηχόμενα — συννήχομαι swim pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννηχόμενοι — συννήχομαι swim pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννήχεται — συννήχομαι swim pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννήχονται — συννήχομαι swim pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)